συγκαταμείγνυμι

συγκαταμείγνυμι
και συγκαταμίγνυμι Α
ενώνω, συνενώνω, αναμιγνύω (α. «χάριτας Μούσαις συγκαταμειγνύς», Ευρ.
β. «ὠδαῑς καὶ θαλίαις τὴν ψυχὴν συγκαταμειγνύναι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + καταμείγνυμι «ενώνω, αναμιγνύω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”